ορειας

ορειας
    ὀρειάς
    -άδος adj. f горная
    

(πέτρα Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ορειας" в других словарях:

  • ορειάς — η (Α ὀρειάς, άδος) (στον πληθ. ως κύριο όν.) Ορειάδες νύμφες που κατοικούσαν στα όρη και τά προστάτευαν αρχ. ως επίθ. αυτή που ανήκει στα όρη («πέτρα ὀρειάς» βράχος τού βουνού, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρειος «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα… …   Dictionary of Greek

  • Ὀρείας — Ὀρείᾱς , Ὀρείη fem acc pl Ὀρείᾱς , Ὀρείη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρείας — ὀρείᾱς , ὄρειος of fem acc pl ὀρείᾱς , ὄρειος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειάδα — ὀρειάς of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειάδας — ὀρειάς of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειάδες — ὀρειάς of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειάδι — ὀρειάς of fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειάδος — ὀρειάς of fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειάσι — ὀρειάς of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειάσιν — ὀρειάς of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεάδας — ὀρειάς of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»